Πέμπτη 27 Νοεμβρίου 2014

Ίχνη Ζωής-Μια παρουσίαση...


Ελένη Πορτάλιου, Ίχνη Ζωής (εκδ. Μικρή Άρκτος, Αθήνα, 2014)

Από την Ειρήνη Πολίτη

Λίγα λόγια πρώτα για την Ελένη Πορτάλιου. Γεννήθηκε στο Ρέθυμνο και μετακόμισε με την οικογένειά της στην Αθήνα, για να σπουδάσει Αρχιτεκτονική. Σήμερα είναι καθηγήτρια στην Αρχιτεκτονική Σχολή του ΕΜΠ. Η κοινωνική και πολιτική της δράση είναι συνεχής από την εποχή της δικτατορίας μέχρι σήμερα. Έχει πλούσιο επιστημονικό έργο αλλά και πλούσια πολιτική και συνδικαλιστική δράση. Συμμετέχει ενεργά εδώ και τρεις δεκαετίες, ως επιστήμων και ακτιβίστρια, στα κοινωνικά κινήματα για την πόλη, το περιβάλλον και την οικολογία. 
Τα Ίχνη Ζωής γράφτηκαν από τον Δεκέμβριο του 2012 μέχρι τον Δεκέμβριο του 2013 και όπως είπε η ίδια η Ελένη Πορτάλιου, η έκδοσή τους παρακινήθηκε από μια βαθιά ανάγκη επικοινωνίας για τα ουσιώδη που επισκιάζονται από τη βαναυσότητα της εποχής. 
Η συλλογή αποτελείται από τέσσερις ενότητες ποιημάτων που ξεκινούν με έργα των Αγγελή, Χάρου, Κατζουράκη και Ψυχοπαίδη. Τα θέματα που πραγματεύεται η κάθε ενότητα είναι μεν ευδιάκριτα, επανέρχονται όμως  βασανιστικά, συμπλέκονται και διατρέχουν με τη μια ή την άλλη έκφανση ολόκληρη τη συλλογή. Πρόκειται για ένα ταξίδι στον χώρο και τον χρόνο, μια αέναη μετατόπιση από το παρελθόν στο μέλλον και από εκεί στο παρόν, το οποίο καταλήγει να γίνει το πεδίο στο οποίο σμίγει το παρελθόν και το μέλλον.


ΠΡΩΤΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ – Ο ΑΠΟΧΩΡΙΣΜΟΣ

Στο εναρκτήριο ποίημα η ποίηση παρουσιάζεται ως η «αρχή του κόσμου», ως έναρξη και προσμονή, ως ερείπωση αλλά και ως ξόρκισμα των ερειπίων, ως φόβος  αλλά και ως αντίδοτο κατά του φόβου.
Μέσα από τις παιδικές, μαθητικές μνήμες προβάλλει η αγωνία της ενηλικίωσης κι ο φόβος της απώλειας. Η λήθη εμφανίζεται a posteriori  ως ο μόνος τρόπος για να διαφυλαχθεί η μνήμη.  Έτσι, συμπλέκονται ήδη το παρελθόν και το μέλλον, το διαχρονικό και το άχρονο. Η μνήμη μοιάζει αίφνης εχθρός της ελευθερίας που υπόσχεται το μέλλον. Οι αναμνήσεις έχουν θέση πια μόνο στα όνειρα ή στην καρδιά όπου αποτελούν μια μόνιμη πηγή οδύνης. Πράγματι, λοιπόν, μεγάλο το τίμημα της μελλοντικής ελευθερίας, καθώς ισοδυναμεί με μοναξιά, απώλεια και όνειρα ανεκπλήρωτα. Οι αναμνήσεις, στιγμές παγωμένες στο χρόνο εκτός από συγκίνηση φέρουν και την αίσθηση μιας αιμάσσουσας ακόμα πληγής.
Η μνήμη της παιδικής ηλικίας ταυτίζεται με τη μνήμη της καταγωγής. Γι’ αυτό και η μετάβαση στη μεγάλη πόλη βιώνεται ως εγκατάλειψη και ως κατάκτηση. Σημαντική μεταφορά το Σπίτι σ’ αυτήν την πρώτη ενότητα: συμβολίζει τη γέννηση και τη φθορά, την οικογένεια αλλά και τη χώρα. Άρα αντανακλά εξίσου το αιώνιο αλλά και το ρευστό των ανθρώπινων πραγμάτων. Το πατρικό σπίτι γίνεται, λοιπόν, το Σπίτι ως ζώσα μνήμη και ως στοιχειό. Αποκτά δική του υπόσταση ξέχωρα από τους ενοίκους του που το εγκατέλειψαν. Μέσα από μια θαυμαστή παραδοξότητα δεν αναζητά ο ένοικος το παλιό του σπίτι, αλλά το σπίτι αναζητά τον ένοικο. Άρα, είναι η μνήμη που μας αναζητά κι όχι το αντίστροφο!
Παράλληλα, η απαισιόδοξη διάθεση φράσεων ειπωμένων με θυμόσοφο τόνο («Έτσι είναι η ζωή!», «Δεν αλλάζει ο κόσμος.», in Το ψωμί των ξένων) εναλλάσσεται με την εικόνα της πόλης που μένει πίσω ως ζωντανός, όμως, και εξελισσόμενος οργανισμός, αλλά και με τη ζωντάνια της περιήγησης στα όνειρα, τις αναμνήσεις και τους τόπους. Σαν το μυστικό να βρίσκεται τελικά στη διαρκή (μετα)κίνηση.
Και όπως η εφηβεία είναι περίοδος «επιθυμιών χωρίς προορισμό» (in Σχολικές γιορτές) και εξόδου από την ύπνωση της παιδικής ηλικίας, προοδευτικά, μέσα από ένα ταξίδι στις τέσσερις εποχές, μείγμα προσδοκιών, επιθυμιών, ελπίδας και μελαγχολίας, προβάλλει αμείλικτη η έννοια του χρόνου. Ο χρόνος που υπάρχει αδυσώπητος, που «αιχμαλωτίζει τη ζωή» (in Η Μετανάστευση Ι) σε μια αδιάκοπη μετακίνηση, σε μια ατέρμονη μετανάστευση  όπου καταλύεται η έννοια του τόπου. Οι άνθρωποι τότε γίνονται πρόσφυγες σε ένα ταξίδι σε «φουρτουνιασμένη θάλασσα» που δεν καταλήγει σε λιμάνι, αλλά «ξεβράζει». Η αίσθηση της εκρίζωσης ανάγλυφα και ενοχλητικά προβάλλει μέσα από την παρήχηση του –ξ: «ξένων γλωσσών», «ξεσπίτωσε», «ξεριζωμένο δέντρο», «ξένο χώμα», «ξέβρασε» (in Η Μετανάστευση ΙΙ).  Μόνη περιουσία του μετανάστη, του πρόσφυγα, του ανθρώπου απομένει η ανάμνηση της μοίρας και του ονόματός του.

ΔΕΥΤΕΡΗ  ΕΝΟΤΗΤΑ: ΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΗ ΑΓΩΓΗ

Περί έρωτος λοιπόν! Οι πρώτοι έρωτες είναι εφήμεροι, αλλά βιωμένοι με απίστευτη ένταση. Μείγμα τυχαιότητας και ονείρου, γι’ αυτό, αν και εφήμεροι διατηρούνται αναλλοίωτοι. Από την αρχή άλλωστε διαφαίνεται ότι η  αγάπη είναι ανάμνηση, εγκατάλειψη και αναχώρηση.  Η Αγάπη συντίθεται από επιθυμίες, συμπτώσεις, σιωπές και βλέμματα, στιγμές και αιωνιότητα, πάθος και λάθη. Άθροισμα είναι τελικά  και άχρονη η Αγάπη : «μια παιδική κορδέλα που πετά στον χρόνο» (in Ο Ανεμοστρόβιλος της Αγάπης). Μα και το τέλος της Αγάπης παρουσιάζεται αντίστοιχα ως μια ιεροτελεστία, περήφανη και δραματική, όπου το πένθος της απώλειας δηλώνεται με τη σιωπηρή βύθιση στον εαυτό. 
Υπάρχει και το μεγάλο πάθος. Αυτό που δεν χωρά πουθενά, αυτό που συντρίβεται από τη σφοδρή σύγκρουση με την πραγματικότητα. Και κάπου εδώ βρίσκεται το μεγαλείο και η τραγωδία του έρωτα: μόνο οι ερωτευμένοι μπορούν να διακρίνουν το «για πάντα» και  την «αιωνιότητα» χωρίς, όμως, ποτέ να τα αγγίξουν.  Οι μόνοι τέλειοι, εν τέλει, έρωτες είναι οι φύσει απραγματοποίητοι. Υπάρχουν, αμέριμνοι και μαγικοί, και διαρκούν όσο και η ονειροπόληση…
Η στιγμή της συνειδητοποίησης του έρωτα είναι η απότομη σύμπτωση δύο χρόνων, μια στιγμή βίαιης ωρίμανσης   Γι’ αυτό κι ο αποχωρισμός δεν είναι πάντα εφικτός, αφού η απουσία τορπιλίζεται από τη μνήμη και η ύπαρξη συγχέεται με την ανάμνηση της ύπαρξης. Το τέλος έρχεται πραγματικά μόνο όταν ξεθωριάζει οριστικά η ανάμνηση, όταν πλέον «έχουμε συμφιλιωθεί με το ανείπωτο» (in Η καθυστερημένη  συνάντηση IV). Αλλά αυτός είναι και ο ηρωισμός της αγάπης:  η «αναμέτρηση με το απραγματοποίητο» (in Η καθυστερημένη  συνάντηση V).
Το τραύμα δε της απώλειας του έρωτα ομοιάζει με αυτό της απώλειας της παιδικής ηλικίας: και τα δυο καταλήγουν στην ίδια επώδυνη μοναξιά. Και το επώδυνο, όπως και το πολύτιμο, εγκιβωτίζεται.  Σε κουτιά, σιδερένια, σκονισμένα, μισοχαλασμένα ή στο «τριμμένο βαλιτσάκι της γιαγιάς» (in Lettere d’ amore)  ενταφιάζονται στιγμές μέσα στο χρόνο. Μέσα από αυτό το όμορφο λάιτ-μοτίφ δεν εκφράζεται μόνο το πένθος της απώλειας, αλλά προσφέρεται κι ένας τρόπος για «να σκέφτεσαι τον χρόνο άχρονα» (in Lettere d’ amore).

ΤΡΙΤΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: ΣΤΙΓΜΙΟΤΥΠΑ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ

Περί φθοράς εδώ. Είτε ως φθινόπωρο είτε ως θάνατος. Η άφιξη του φθινοπώρου ανακοινώνεται με τα πρωτοβρόχια, όπως  τα δάκρυα που κυλούν « για τη ζωή που ακούμπησες απερίσκεπτα στη γη και τώρα τελειώνει» (in Χαμηλή Πτήση).  Φοβερή  η στιγμή του θανάτου, όταν η ζωή «γίνεται καπνός, ένα τίποτα χωρίς αισθήσεις που παγώνει στο χώμα» (in Απουσίες Ι) και το αντικείμενο της αγάπης χάνεται στο τελεσίδικο. Οι νεκροί μάς στοιχειώνουν περιμένοντάς μας: η γέφυρά τους μ’ εμάς είναι τα αντικείμενα, τα απομεινάρια των ζωών τους..
Η Αθανασία είναι κατάκτηση μόνο των ηρωικών νεκρών, όσων πέθαναν σε «εκρήξεις συσσωρευμένου πάθους, εξεγέρσεων ή ερώτων» (in Ανολοκλήρωτες επιθυμίες). Οι υπόλοιποι απλώς αποτυγχάνουμε λόγω των περισπασμών που μας αποτρέπουν «από την απόλυτη αφοσίωση σ’ έναν προορισμό» (in Ανολοκλήρωτες επιθυμίες). Υπάρχει όμως πάντα η δυνατότητα υπέρβασης: από τη στιγμή που η μνήμη και το πάθος νικούν τη φθορά, αν εμείς οι ίδιοι επιλέξουμε να ζήσουμε σε συνάρτηση με τα όνειρα και τις ζωές  των άλλων, η ζωή μας θα χάσει τον εφήμερο χαρακτήρα της και θα αγγίξει την Αθανασία. 
Προχωρώντας προς το τέλος της τρίτης ενότητας το ποίημα με τίτλο Απολογισμοί αποτελεί μια γενναία αυτοκριτική («Ό,τι ζήσαμε καλώς καμωμένα», «Σημασία έχουν όσα δεν προλάβαμε», «πάντα οι απολογισμοί είναι μάταιοι») που γίνεται ταυτόχρονα παραμυθία και προτροπή. Αρκεί να σκεφτεί κανείς πόσων ανθρώπων οι ζωές σπαταλήθηκαν στην «αναμονή της επιβίωσης». Ακόμα κι αν εσύ ο ίδιος δεν πρόκειται ποτέ να «περπατήσεις στα κύματα» (Διαδρομή), τα θαύματα που συμβαίνουν στη ζωή σου είναι η Ιστορία η ίδια, τα υπέροχα πρόσωπα, τα σπουδαία πράγματα με τα οποία διασταυρώθηκες, οι μεγάλες ελπίδες όπως και οι μεγάλες ήττες. 
Να, λοιπόν, τα ενθύμια της ζωής: τα όνειρα, τα ταξίδια, η ποίηση, η τέχνη, η εξέγερση και οι έρωτες. Αυτή είναι και η μετάβαση στην τέταρτη και τελευταία ενότητα.

ΤΕΤΑΡΤΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

Κυρίαρχος εδώ ο παντοκράτωρ και πανδαμάτωρ χρόνος που μόνο η Ιστορία τιθασεύει, καθώς μόνο τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα είναι οι μικρές νίκες των θνητών εναντίον του.
Οι ζωές των αγωνιστών ακροβατούν a priori στο μεταίχμιο της εξέγερσης και της ήττας. Το ποίημα Πράξεις Αγάπης είναι ένας ύμνος στους συντρόφους που , με υπεράνθρωπη αντοχή, τρυφερότητα και πίστη αγωνίστηκαν για να αλλάξουν τον κόσμο. Η ήττα τους, η συντριβή τους μέσα σε ένα «απέραντο σφαγείο», μέσα σε «άνισες  μάχες στο έρεβος της φρίκης», συνεχίζεται ακόμα. Ανάπαυση βρίσκουν μόνο στις καρδιές όσων γνωρίζουν ότι «η επανάσταση είναι μια πράξη αγάπης/ για την πληγωμένη ανθρωπότητα/ και η εξουσία/ ο Κρόνος που τρώει τα παιδιά του».  Διότι, τελικά, άλλο εξουσία, άλλο άγραφο χρέος…
Εμάς τους Άλλους, αντιθέτως, τα μικρά, τα τετριμμένα, τα καθημερινά μας παρασύρουν, μας δημιουργούν εξαρτήσεις και μας διαβρώνουν: «πρόσωπα καθηλωμένα σε επιδιώξεις εσωτερικού χώρου» δεν θα διαταράξουν ποτέ τον ρου της Ιστορίας, αφού «οι μικρές εξουσίες τρέφουν τις μεγάλες» (in Η Ελευθερία αργεί). Βέβαια, την ώρα του πένθους για την ήττα, του πένθους για την απώλεια, ανάμεσα στη μοναξιά των νεκρών και τις πικρές τύψεις των ζωντανών, υπάρχει πάντα η καρδιά, έδρα της αγάπης και της μνήμης, ως γέφυρα με την άλλη όχθη.
Ηττοπάθεια, λοιπόν; Όχι, καθόλου! Το ποίημα Το Αλάτι της Γης αποτελεί ένα προσκλητήριο αντίστασης ενάντια στους διαστροφείς του νοήματος των λέξεων, στους άρπαγες των ιδανικών, στο ψεύδος και την εξουσία. Το αίσθημα της ήττας και της ματαίωσης παλεύεται «με τη συνείδηση της ανάγκης / και το μεγαλείο της εμμονής/ στην αλλαγή του κόσμου» (in Δύσκολοι καιροί).  Εξάλλου, η αντίσταση είναι μια κατ’ εξοχήν πικρή και μοναχική πορεία.
Η ποιήτρια εκφράζει πλέον όλη της την αγωνία για το μέλλον: η φαντασίωση της εξουσίας λειτουργεί ως τροχοπέδη στις ελπίδες, στην προσδοκία της ανατροπής και σβήνει τη φλόγα της αγωνιστικότητας. Αυτοί που διαπράττουν το μεγαλύτερο έγκλημα κατονομάζονται: είναι οι Σαδδουκαίοι, οι εμμένοντες στο γράμμα του Νόμου, οι Τυπολάτρες, πολιορκητές μιας ήδη  «μισογκρεμισμένης πόλης» (in Πλήθος Σαδδουκαίων). Είναι, όμως, και  οι «κούφιοι άνθρωποι», οι «ανίδεοι», δηλαδή οι αδαείς, οι άσχετοι ή αυτοί που καμώνονται τους ανήξερους, γιατί σκοτώνουν την ελπίδα. Στο ποίημα Αναμονή χωρίς προορισμό αποτυπώνεται το παραπάνω μέσα από την εικόνα του πλοίου το οποίο, βαρύ, υπερφορτωμένο από το πλήθος των επιβατών, περιπλανιέται εκτός πορείας την ώρα που η Ιθάκη –και η Ιστορία η ίδια- διαρκώς απομακρύνονται. Ένα «πλοίο των τρελών» καταδικασμένο σε μια αλλόκοτη περιπλάνηση. 
Μέσα, όμως, σ’ αυτό το αίσθημα απογοήτευσης, διάψευσης, ματαίωσης των προσδοκιών και αδυναμίας, άλλη μια ανάμνηση, αυτή του Ρήγα Φεραίου δεσπόζει στο παρελθόν και δείχνει το μέλλον. Σηματωρός, λοιπόν ο Ρήγας και φάρος «το εσωτερικό φως των συντρόφων μας» (in Στην Π.Σ.) Σύντροφοι συχνά παρείσακτοι, συχνά ανεπιθύμητοι, πάντα όμως φωνές συνείδησης, φωνές δικαιοσύνης. (in Τα μαύρα πρόβατα)
Και σήμερα, τι; Στη Χαμένη γενιά έχουμε την αυταπάτη της ανέμελης πρώτης νιότης των παιδιών του σήμερα, με τα «φτωχά όνειρα» τα προορισμένα να διαλυθούν βίαια με τη συνειδητοποίηση της πραγματικότητας. Με πόση στ’ αλήθεια πίκρα, μα και με πόση τρυφερότητα περιγράφεται η πτώση της ‘χαμένης γενιάς’…  Στην Ομόνοια πάλι, η περίφημη -και περιβόητη- πλατεία δίνεται σαν ένας ζωντανός οργανισμός, παρουσιάζεται ως ενσάρκωση του ανθρώπινου πόνου και της διάψευσης των ελπίδων. Ταυτόχρονα, όμως, η Ομόνοια είναι η επιθυμία των ανθρώπων να έρθουν κοντά, να νικήσουν μαζί τη μοναξιά τους, σε μια πόλη ανοιχτή σαν αγκαλιά. 

Με ρίζες βαθιές στο παρελθόν και ματιά στραμμένη στο μέλλον η Ελένη Πορτάλιου, αγωνίζεται για το παρόν. Η ποίησή της, πολυδιάστατη: φιλοσοφική, ερωτική, πολιτική. Οι στίχοι της μιλούν για ιστορίες και για Ιστορία πότε με απόγνωση  πότε με ελπίδα, μα πάντα με τρυφερότητα. Και κάπου κάπου  διακρίνονται διάσπαρτα, με γλυκύτητα και ευγένεια, σαν διακριτικοί προσκεκλημένοι, τα ίχνη των Αναγνωστάκη, Ντυράς, Εγγονόπουλου, Σεφέρη, Καβάφη, Λειβαδίτη, Έλιοτ και Κατσαρού…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου